- μεμβράνιο(ν)
- το биол наружный слой оболочки клетки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεμβράνιο — το [μεμβράνα] το λεπτότατο εξωτερικό στρώμα τής μεμβράνας τών κυττάρων, αλλ. υμένιο … Dictionary of Greek